- ευόφθαλμος
- εὐόφθαλμος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει ωραία μάτιααρχ.1. αυτός που έχει οξύ βλέμμα2. αυτός που είναι ευχάριστος στο βλέμμα των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος3. αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («εὐόφθαλμος ψαλμωδία»)4. (μτφ. για λόγο, δοξασία, θεωρία, γνώμη) α) ευπρόσωποςβ) συνεκδ. πιθανός, ευλογοφανής («εὐόφθαλμον ἀκοῡσαι μόνον», Αριστοτ.).επίρρ...εὐοφθάλμως (ΑΜ)με ευπρέπεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οφθαλμός].
Dictionary of Greek. 2013.